αναφορικός
From LSJ
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀναφορικός, -ή, -όν) αναφορά
1. εκείνος που αναφέρεται σε κάτι, που σχετίζεται με κάτι
2. (Γραμμ.) (για αντωνυμίες, προτάσεις, επιρρήματα) αυτός που αναφέρεται σε κάτι προηγούμενο
αρχ.
1. ο σχετικός με την ανατολή των αστέρων
2. αυτός που φέρνει επάνω, ανεβάζει (π.χ. αίμα ή φλέγματα).