ἀναφορικός

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναφορικός Medium diacritics: ἀναφορικός Low diacritics: αναφορικός Capitals: ΑΝΑΦΟΡΙΚΟΣ
Transliteration A: anaphorikós Transliteration B: anaphorikos Transliteration C: anaforikos Beta Code: a)naforiko/s

English (LSJ)

ἀναφορική, ἀναφορικόν,
A standing in relation: in Gramm., relative. Adv. ἀναφορικῶς = relatively, A.D.Pron.5.20, al., D.T.636.12; with a reference, Stob.2.6.6, Gal. 18(1).504.
II Medic., bringing up blood, phlegm, Dsc.2.171, cf. Eup.2.39, Androm. ap. Gal.13.31.
III ἀναφορικόν, τό, treatise by Hypsicles on the ascension of stars; ἀ. πραγματεῖαι Ptol.Alm. 8.6.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1que arroja por arriba, que hace expectorar, echar sangre, etc. νόσος Ptol.Tetr.2.9.16, cf. Dsc.2.171, Androm. en Gal.13.31, Firm.3.11.1.
2 alto, montañoso ἐν ἀ. τόποις Phys.B 294.4.
3 astr. relativo a la salida de los astros Ptol.Alm.8.6
de un reloj que marca la salida de las estrellas Vitr.9.8.8
subst. τὸ ἀ. la salida de los astros tít. de un tratado de Hipsicles, Hypsicl.1.
4 gram. anafórico e.e. artículos y pronombres que hacen referencia a algo anterior ἀναφορικὸν ὃ καὶ ὁμοιωματικὸν καὶ δεικτικὸν καὶ ἀνταποδοτικὸν καλεῖται D.T.636.12, cf. Sch.D.T.67.26, 239.30, A.D.Adu.148.7, Pron.6.29, Synt.17.4.
II adv. -ῶς
1 con el valor anafórico αἱ ἀντωνυμίαι καὶ ἀ. λαμβάνονται A.D.Pron.5.20.
2 con referencia Stob.2.7.6b, Gal.18(1).504.

German (Pape)

[Seite 214] bezüglich, bei den Grammatikern, relativ; bei den Aerzten, Blut, Schleim auswerfend; bei den Astronomen, den Aufgang der Gestirne betreffend.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 t. de méd. qui rejette par en haut (du sang, des humeurs, etc.);
2 t. d'astron. qui concerne le lever des astres;
3 t. de gramm. relatif corrélatif (οἷος, ὅτε).
Étymologie: ἀναφορά.

Russian (Dvoretsky)

ἀναφορικός:
1 грам. относительный (о местоим. вроде οἷος и союзах вроде ὅτε);
2 рит. анафорический.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναφορικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων ἀναφορὰν ἢ σχέσιν πρός τι, ὁ ἀναφερόμενος εἴς τι, ὡς π.χ. παρὰ γραμματικοῖς: ἀναφορικὸς λόγος, ἀναφορικὴ ἀντωνυμία, κτλ.: - Ἐπίρρ. -κῶς Στοβ. Ἐκλογ. 2. 136. ΙΙ. παρ’ Ἰατρ., ὁ ἀναβιβάζων, ἀνάγων (πτύων) αἷμα, φλέγμα, κτλ. ΙΙΙ. ἴδε ἐν λ. ἀναφορὰ Ι.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀναφορικός, -ή, -όν) αναφορά
1. εκείνος που αναφέρεται σε κάτι, που σχετίζεται με κάτι
2. (Γραμμ.) (για αντωνυμίες, προτάσεις, επιρρήματα) αυτός που αναφέρεται σε κάτι προηγούμενο
αρχ.
1. ο σχετικός με την ανατολή των αστέρων
2. αυτός που φέρνει επάνω, ανεβάζει (π.χ. αίμα ή φλέγματα).

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού ἔχει σχέση μέ κάτι). Ἀπό τό ἀναφορέω ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις ἀναφορεύς, ἀνάφορον (=ξύλο μακρύ γιά μεταφορά φορτίων). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα φέρω.