ανεμικός
From LSJ
-ή, -ό (Μ ἀνεμικός, -ή, -όν) άνεμος
μσν.
ανυπόστατος, πλαστός
νεοελλ.
Ι. το θηλ. ως ουσ.
1. η ανεμική
δυνατός άνεμος, θύελλα, καταιγίδα
2. ψυχική αναταραχή, συναισθηματική αναστάτωση
3. δύσκολη περίσταση, συμφορά
II. το ουδ. ως ουσ. το ανεμικό (αλλά και η ανεμική)
κακό δαιμόνιο, αερικό.