ανθοδέτης

From LSJ

τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man

Source

Greek Monolingual

ο
ο κατασκευαστής ανθοδέσμης, ο ειδικευμένος στην ανθοδετική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθος + δέτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφη-μερίς].