αντίκρυσμα

From LSJ

Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort

Menander, Monostichoi, 346

Greek Monolingual

το αντικρύζω
1. κατά πρόσωπο συνάντηση
2. αντιμετώπιση
3. θέα, κοίταγμα
4. ποσό που δίνεται για εγγύηση ή ασφάλεια σε χρηματιστικές πράξεις
5. κάτι χωρίς αντίκρυσμα
κάτι που δεν γίνεται αποδεκτό γιατί δεν έχει πραγματική αξία.