αντιφέρω
From LSJ
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
Greek Monolingual
ἀντιφέρω (Α)
1. αντιτάσσω
2. (-ομαι) α) φέρομαι εναντίον κάποιου, επιτίθεμαι, εναντιώνομαι
6) φέρομαι προς κατεύθυνση αντίθετη.