απογεμίζω Search Google

From LSJ

Greek Monolingual

ἀπογεμίζομαι)
1. γεμίζω εντελώς, ολοκληρώνω το γέμισμα
αρχ.
(-ομαι) (για πλοία) ξεφορτώνομαι, αδειάζω.