αποκάθαρση
From LSJ
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
Greek Monolingual
η (AM ἀποκάθαρσις, -εως)
1. ο πλήρης καθαρισμός
2. ο εξαγνισμός, η εξιλέωση
3. απέκκριση, αποβολή περιττωμάτων
αρχ.-μσν.
η σκουριά.
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
η (AM ἀποκάθαρσις, -εως)
1. ο πλήρης καθαρισμός
2. ο εξαγνισμός, η εξιλέωση
3. απέκκριση, αποβολή περιττωμάτων
αρχ.-μσν.
η σκουριά.