Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αποκληρώνω

From LSJ

Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert

Menander, Monostichoi, 427

Greek Monolingual

ἀποκληρώνω, AM ἀποκληρῶ, ἀποκληρόω)
αποκλείω κάποιον από την κληρονομική μερίδα που του ανήκει
αρχ.-μσν.
παραχωρώ δικαίωμα, προνόμιο κ.λπ.
μσν.
αποξενώνω κάποιον από τα κτήματα ή τις κτήσεις του
αρχ.
1. εκλέγω κάποιον σ' ένα αξίωμα με κλήρο
2. αποκλείω κάποιον από κάποιο αξίωμα με κλήρο
3. μοιράζω με κλήρο.

Translations

disinherit

Arabic: حَرَمَ مِنَ ٱلْوَرَاثَة‎; Bulgarian: лишавам от наследство; Czech: vydědit; Dutch: onterven; Finnish: tehdä perinnöttömäksi, jättää perinnöttä; French: déshériter; German: enterben; Greek: αποκληρώνω; Ancient Greek: ἀποκηρύσσω, ἀποκηρύττω, ἀβστινατεύω, ἐκτέμνω τῆς συγγενείας, ἀπὸ κληρονόμων ποιεῖν τινά, ἀπὸ κληρονόμων ποιεῖσθαι τινά; Italian: diseredare; Latin: exheredo; Maori: whakahoe; Polish: wydziedziczać, wydziedziczyć; Russian: лишить наследства; Slovak: vydediť; Spanish: desheredar; Thai: ตัดมิให้รับมรดก; Turkish: mirastan mahrum bırakmak