αρτοποιία

From LSJ

αὐτὴ προσέσχε μαστὸν ἐν τὠνείρατι → in the dream, she offered her breast

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀρτοποιΐα) αρτοποιός
1. η τέχνη του αρτοποιού
2. η κατασκευή του ψωμιού.