ασκελής
Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein
Greek Monolingual
(I)
ἀσκελής, -ές (Α)
1. ο πολύ ταλαιπωρημένος, ο καταβεβλημένος
2. επίρρ. ἀσκελές (αιτ. ουδ.) και ἀσκελέως
επίμονα, τραχιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης προελεύσεως τύπος με πολλές ερμηνευτικές δυσχέρειες. Μαρτυρείται στον Όμηρο και τον Νίκανδρο. Το θέμα σκελ-, που εκφράζει την έννοια της «ξηρότητας, σκληρότητας, τραχύτητας», ερμηνεύεται συνήθως ως συνδεόμενο με το ρ. σκέλλω «ξηραίνω, στεγνώνω» (πρβλ. επίσης σκληρός), ενώ η αναγωγή του σε τ. σκέλος «ξηρότητα, σκληρότητα» προσκρούει στην ύπαρξη του ομωνύμου σκέλος «κάτω άκρο». Πολύ πιθανή θεωρείται η συσχέτιση με το περισκελής «ο πολύ σκληρός, ο τραχύς, ο πολύ ισχυρογνώμων». Δυσερμήνευτο, με σωρεία υποθέσεων, παραμένει το αρκτικό α-της λ.].
(II)
ἀσκελής, -ές (Α)
1. αυτός που δεν έχει σκέλη («τὰ ἄποδα ὅλως ἀσκελῆ»)
2. (για ζυγαριά) ο ισοσκελής, ο ισόρροπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. ασκελής (σημ. 1) < α- στερ. + -σκελής < σκέλος, ασκελής (σημ. 2) < α-(αθροιστικό) + -σκελής < σκέλος.