οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
και -γανιάζω
έχω ή παίρνω λευκό ή σχεδόν λευκό χρώμα («πέλαα που ασπρογαλιάζουν», Κ. Παλαμάς).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ασπρογαλιάζω < άσπρος + ουσ. γάλα, με παρετυμολογία, ενώ ο τ. ασπρογανιάζω < άσπρος + ουσ. γάνος (Ησύχ.) «λάμψη, λευκότητα»].