αφαλάτωση

From LSJ

τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon

Source

Greek Monolingual

η
1. η αφαίρεση ή μείωση των διαλυτών αλάτων που περιέχονται σε κάποια ουσία
2. η διαδικασία απομάκρυνσης των αλάτων από αλατούχα νερά και ιδίως από το θαλασσινό νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. αφαλάτωση < αφ- (< απο-) + άλας (-ατος) + κατάλ. (-ωση). Πρόκειται για απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. desalinization].