αϋτμή
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
Greek Monolingual
ἀϋτμή, η (Α)
1. πνοή, αναπνοή
2. «πυρὸς ἀϋτμή», «ἀϋτμαὶ Ἡφαίστοιο» — η θερμή πνοή του Ηφαίστου, η ζέστη από τη φωτιά
3. άρωμα, ευωδιά
4. οσμή, μυρωδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. φαίνεται να συνδέεται τόσο —λόγω της μορφής και της σημασίας— με τις «γλώσσες» του Ησυχίου αετμός, άετμα (πρβλ. «αετμόν
το πνεύμα», «άετμα
φλόξ», βλ. και λ. ατμός), όσο και με το άημι].