αἰνόλυκος
From LSJ
Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat
English (LSJ)
ὁ, a horrible wolf, AP7.550 (Leon.).
Spanish (DGE)
(αἰνόλῠκος) -ου, ὁ lobo espantoso, AP 7.550 (Leon.Alex.).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
loup terrible.
Étymologie: αἰνός, λύκος.
German (Pape)
schrecklicher Wolf, Leon.Tar. 94 (VII.550).
Russian (Dvoretsky)
αἰνόλῠκος: ὁ страшный волк Anth.
Greek (Liddell-Scott)
αἰνόλῠκος: ὁ, τρομερὸς λύκος, Ἀνθ. Π. 7. 550.
Greek Monotonic
αἰνόλῠκος: ὁ, τρομερός λύκος, σε Ανθ.