διόσδοτος
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
English (LSJ)
ον, (< δίδωμι) given by Zeus, heaven-sent, αἴγλα Pi. P. 8.96; σκῆπτρα A. Eu. 626; γάνος Id. Ag. 1391 (Porson); in Id. Th. 946 the metre requires Διοδότων.
Spanish (DGE)
-ον
dado por Zeus, enviado por Zeus αἴγλα Pi.P.8.96, ἀρχά Pi.Fr.137.3, ἄχεα A.Th.948, σκῆπτρα A.Eu.626, γάνος A.A.1391, cf. Hsch.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
donné par Zeus.
Étymologie: Διός, δίδωμι.
English (Slater)
διόσδοτος, -ον given by Zeus ἀλλ' ὅταν αἴγλα διόσδοτος ἔλθῃ, λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν ἀνδρῶν (P. 8.96) οἶδε μὲν βίου τελευτάν, οἶδεν δὲ διόσδοτον ἀρχάν fr. 137. 2.
Greek Monolingual
και διόδοτος, -ον (Α) ο αυτός που δόθηκε από τον Δία, σταλμένος απ' τον Δία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεν. διός του ονόμ. Ζευς + -δοτος < δίδωμι
Russian (Dvoretsky)
διόσδοτος: дарованный или ниспосланный Зевсом (αἴγλα Pind.; σκῆπτρα, ἄχη Aesch.).
German (Pape)
von Zeus gegeben; αἴγλα Pind. P. 8.100; ἀρχή frg. 102; σκῆπτρα, ἄχη, Aesch. Eum. 596, Spt. 929.