αὐτόλυσις
From LSJ
English (LSJ)
-εως, ἡ, couple or leash for hounds, Hsch.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ dogal Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόλῠσις: -εως, ἡ, σχοινίον ἢ λωρίον διὰ κύνας θηρευτικούς, Ἡσύχ. (οὗ ἡ ἐρμηνεία ἀσαφής)· ἐντεῦθεν ἐν Ὀππ. Κ. 4. 357, ἀντὶ αὐτόλυγοι κύνες ὁ Schneid. διορθοῖ: αὐτόλυτοι κύνες, εἰς ζεύγη δεδεμένοι.
German (Pape)
ἡ, der Koppelstrick, an dem man Jagdhunde führt, Hesych.