αὔανσις

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὔανσις Medium diacritics: αὔανσις Low diacritics: αύανσις Capitals: ΑΥΑΝΣΙΣ
Transliteration A: aúansis Transliteration B: auansis Transliteration C: ayansis Beta Code: au)/ansis

English (LSJ)

-εως, ἡ, drying up, Arist.Mete.379a5, GA785a26; equiva-lent to γῆρας in plant-life, Id.Resp.478b28.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
desecación, γῆρας καὶ αὔανσις Arist.Mete.379a5, (ἡ πολιά) ... οὐκ ἔστιν ... αὔανσις (op. σῆψις) Arist.GA 785a26
de plantas agostamiento τοῖς φυτοῖς (καλεῖται τοῦτο) αὔανσις Arist.Iuu.478b28, θάνατος καὶ αὔανσις Thphr.HP 1.2.4, cf. CP 5.11.1.

German (Pape)

[Seite 391] ἡ, das Austrocknen, Vertrocknen, Theophr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

αὔανσις: -εως, ἡ, ἀποξήρανσις, μαρασμός, πᾶσα γὰρ ἡ κατὰ φύσιν φθορὰ εἰς τοῦθ' ὁδός ἐστιν, οἷον γῆρας καὶ αὔανσις Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 1, 5, Γεν. Ζ. 5. 5, 5· τοῖς μὲν οὖν φυτοῖς αὔανσις, ἐν δὲ τοῖς ζῴοις καλείται τοῦτο γῆρας ὁ αὐτ. π. Ἀναπνοῆς 17.

Greek Monolingual

αὔανσις, η (Α)
1. αποξήρανση
2. μαρασμός.