βαβαιάξ
From LSJ
English (LSJ)
strengthened for βαβαί, Ar.Ach.64, al.; βαβαὶ βαβαιάξ Id.Pax248.
Spanish (DGE)
interj. de sorpresa, admiración o asombro oh, caray, caramba βαβαιάξ. Ὦκβατανα τοῦ σχήματος ¡caramba, por Ecbatana, qué facha! Ar.Ach.64, νείφει. βαβαιάξ. χειμέρια τὰ πράγματα nieva, ¡caramba, el tiempo es invernal! Ar.Ach.1141, cf. Ra.63
•c. βαβαί Ar.Pax 248.
German (Pape)
[Seite 423] dasselbe, Ar. Ach. 64 u. öfter; Plat. com. Ath. XV, 666 e.
Greek (Liddell-Scott)
βαβαιάξ: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ βαβαί, Ἀριστοφ. Ἀχ. 64, κτλ.· βαβαὶ βαβαιὰξ Εἰρ. 248.
Greek Monolingual
βαβαιάξ επιφών. (Α)
εντονότερος τ. του βαβαί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. του βαβαί, που λήγει σε -ξ, όπως πολλές ηχομιμητικές λέξεις (πρβλ. βρεκεκέξ, κοάξ, παπαιάξ κ.ά.)].