παπαιάξ
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
English (LSJ)
Com. exaggeration of
A παπαῖ, ἀππαπαῖ παπαιάξ Ar.V.235, cf. Luc.Fug.33.
II exclamation of surprise, E.Cyc.153, Ar.Lys. 924.
German (Pape)
[Seite 466] aus dem Vorigen gedehnt, Ausruf des freudigen Erstaunens, Eur. Cycl. 153, der etwas Komisches hat (Passow vergleicht au weih statt au weh!); Ar. Lys. 924, der Vesp. 235 ἀππαπαὶ παπαιάξ verbindet; παπαὶ παπαιάξ scheint die richtige Lesart Luc. Fugit. 33.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παπαιάξ, παππαπαιάξ [παπαῖ] kom. uitr. van verdriet (overdreven voor παπαῖ) owowow!. Aristoph. Ve. 235. uitr. van verbazing o-jee-o-jee!
Russian (Dvoretsky)
πᾰπαιάξ: interj. Arph., Eur. intens. к παπαῖ.
Greek Monolingual
Α
επιφών. βλ. παπαί.
Greek Monotonic
πᾰπαιάξ:I. κωμική παρέκταση του παπαῖ, ἀππαπαῖ, παπαιάξ, σε Αριστοφ.
II. ως επιφών., λέγεται για έκπληξη, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰπαιάξ: κωμικὴ ἐξόγκωσις τοῦ παπαῖ, ἀππαπαῖ παπαιὰξ Ἀριστοφ. Σφ. 235, πρβλ. Λουκ. Δραπ. 33. ΙΙ. ὡς ἐπιφώνημα ἐκπλήξεως, Εὐρ. Κύκλ. 153, Ἀριστοφ. Λυσ. 924.
Middle Liddell
I. Comic exaggeration of παπαῖ, ἀππαπαῖ παπαιάξ Ar.
II. as exclamation of surprise, Eur.