βαθμοειδής

From LSJ

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαθμοειδής Medium diacritics: βαθμοειδής Low diacritics: βαθμοειδής Capitals: ΒΑΘΜΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: bathmoeidḗs Transliteration B: bathmoeidēs Transliteration C: vathmoeidis Beta Code: baqmoeidh/s

English (LSJ)

βαθμοειδές, like steps, Democr.155, Zos.Alch. p.176B.

Spanish (DGE)

-ές
en forma de escalón ἀποχαράξεις ... βαθμοειδεῖς Democr.B 155, τῷ χωνίῳ τῷ βαθμοειδεῖ Zos.Alch.176.10.

German (Pape)

[Seite 423] ές, stufenförmig, ἀποχαράξεις Plut. adv. St. 39.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
en forme de degrés.
Étymologie: βαθμός, εἶδος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαθμοειδής -ές βαθμός, εἶδος lijkend op een trede, als een trede.

Russian (Dvoretsky)

βαθμοειδής: ступенчатый (ἀποχαράξεις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

βαθμοειδής: -ές, πρὸς βαθμίδας ὁμοιάζων, Πλούτ. 2. 1079Ε.

Greek Monolingual

βαθμοειδής, -ές (Α)
αυτός που φαίνεται σαν να έχει βαθμίδες, σκαλοπάτια.