βαύνη

From LSJ

ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαύνη Medium diacritics: βαύνη Low diacritics: βαύνη Capitals: ΒΑΥΝΗ
Transliteration A: baúnē Transliteration B: baunē Transliteration C: vavni Beta Code: bau/nh

English (LSJ)

ἡ, = βαῦνος.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
horno de fundición, alto horno Hsch., cf. plu. sent. dud. τὸ ἅλας ἐν βαύναις δεκαοκτώ PRyl.696.6 (III d.C.).

German (Pape)

Hesych., = βαῦνος.

Greek Monolingual

βαύνος, βαῦνος και βαυνός, ο (Α)
1. κλίβανος, φούρνος
2. τρίπους, πυροστιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. που εισάχθηκε στην Ελληνική με το αντικείμενο που δήλωνε και με την τεχνική που συνδέεται με αυτό. Η λ. μαρτυρείται στους μεταγενέστερους χρόνους, αλλά πιθ. να είναι αρχαιότερη, αν θεωρηθεί ότι αποτελεί το α' συνθετικό της λ. βάναυσος.