βιβλιοτάφος

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source

Greek Monolingual

ο
1. ερμάρι όπου φυλάσσονται βιβλία ή χειρόγραφα
2. κληρικός ή μοναχός υπεύθυνος για τη φύλαξη βιβλίων.