βιωτέον
From LSJ
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
English (LSJ)
one must live, Pl.Grg. 500d, Lib.Decl.35.15.
Spanish (DGE)
hay que vivir c. ac. int. εἰ ἔστον τούτω διττὼ τὼ βίω, σκέψασθαι ... ὁπότερον β. αὐτοῖν Pl.Grg.500d, cf. Lib.Decl.35.15, μέχρι τοσῶνδε ἐτῶν β. σοι M.Ant.6.49.
Greek (Liddell-Scott)
βιωτέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ζήσῃ, Πλάτ. Γοργ. 500D.
Greek Monotonic
βιωτέον: ρημ. επίθ. του βιόω, πρέπει κάποιος να βιώσει, σε Πλάτ.