βροτοφθόρος
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
βροτοφθόρον,
A man-destroying, A.Eu.787 (lyr.), Supp.264, etc.
II σκῦλα βροτοφθόρα = of slain men, E.Fr.266.
Spanish (DGE)
-ον
1 destructor de mortales κηλῖδες A.Eu.787, κνώδαλα A.Supp.264, φάρμακα Orác. en ZPE 88.1991.70 (Éfeso, imper.), Poet.de herb.23.
2 de hombres muertos σκῦλα E.Fr.266.
German (Pape)
[Seite 465] Menschen verderbend, κηλῖδες Aesch. Eum. 783; κνώδαλα Suppl. 264; Eur. frg.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fait périr les mortels.
Étymologie: βροτός, φθείρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βροτοφθόρος -ον βροτός, φθείρω die stervelingen vernietigt.
Russian (Dvoretsky)
βροτοφθόρος:
1 губящий людей (κνώδαλα, κηλῖδες Aesch.);
2 принадлежащий убитому (σκῦλα Eur.).
Middle Liddell
φθείρω
man-destroying, Aesch.
Greek Monolingual
βροτοφθόρος, -ον (Α)
1. εκείνος που καταστρέφει τους ανθρώπους
2. φρ. «σκῡλα βροτοφθόρα» — λάφυρα από σκοτωμένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βροτός + -φθόρος < φθείρω.
Greek Monotonic
βροτοφθόρος: -ον (φθείρω), καταστροφέας των ανθρώπων, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
βροτοφθόρος: -ον, ὁ τοὺς ἀνθρώπους φθείρων, καταστρέφων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 787, Ἱκέτ. 264, κτλ. ΙΙ. σκῦλα βροτοφθόρα, φονευθέντων ἀνθρώπων, Εὐρ. Ἀποσπ. 268.