βροτοφθόρος

From LSJ

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βροτοφθόρος Medium diacritics: βροτοφθόρος Low diacritics: βροτοφθόρος Capitals: ΒΡΟΤΟΦΘΟΡΟΣ
Transliteration A: brotophthóros Transliteration B: brotophthoros Transliteration C: vrotofthoros Beta Code: brotofqo/ros

English (LSJ)

βροτοφθόρον,
A man-destroying, A.Eu.787 (lyr.), Supp.264, etc.
II σκῦλα βροτοφθόρα = of slain men, E.Fr.266.

Spanish (DGE)

-ον
1 destructor de mortales κηλῖδες A.Eu.787, κνώδαλα A.Supp.264, φάρμακα Orác. en ZPE 88.1991.70 (Éfeso, imper.), Poet.de herb.23.
2 de hombres muertos σκῦλα E.Fr.266.

German (Pape)

[Seite 465] Menschen verderbend, κηλῖδες Aesch. Eum. 783; κνώδαλα Suppl. 264; Eur. frg.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait périr les mortels.
Étymologie: βροτός, φθείρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βροτοφθόρος -ον βροτός, φθείρω die stervelingen vernietigt.

Russian (Dvoretsky)

βροτοφθόρος:
1 губящий людей (κνώδαλα, κηλῖδες Aesch.);
2 принадлежащий убитому (σκῦλα Eur.).

Middle Liddell

φθείρω
man-destroying, Aesch.

Greek Monolingual

βροτοφθόρος, -ον (Α)
1. εκείνος που καταστρέφει τους ανθρώπους
2. φρ. «σκῡλα βροτοφθόρα» — λάφυρα από σκοτωμένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βροτός + -φθόρος < φθείρω.

Greek Monotonic

βροτοφθόρος: -ον (φθείρω), καταστροφέας των ανθρώπων, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

βροτοφθόρος: -ον, ὁ τοὺς ἀνθρώπους φθείρων, καταστρέφων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 787, Ἱκέτ. 264, κτλ. ΙΙ. σκῦλα βροτοφθόρα, φονευθέντων ἀνθρώπων, Εὐρ. Ἀποσπ. 268.

English (Woodhouse)

destroying men

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)