βωλώδης
From LSJ
English (LSJ)
βωλῶδες, = βωλοειδής, Thphr. De Lapidibus 42, PHolm.24.38.
Spanish (DGE)
-ες
1 miner. en forma de terrón o corpa (ἡ μαγνῆτις) στρογγύλος καὶ β. Thphr.Lap.42, προσέμβαλε θεῖον τὸ ἀληθινὸν τὸ βωλῶδες añade azufre puro en bolas, PHolm.144, cf. Dsc.5.104.
2 mezclado con tierra κριθοπύρου βωλώδους PCair.Zen.292.143 (III a.C.).
German (Pape)
[Seite 469] ες, = βωλοειδής, Theophr.