γαυσάπης

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γαυσάπης Medium diacritics: γαυσάπης Low diacritics: γαυσάπης Capitals: ΓΑΥΣΑΠΗΣ
Transliteration A: gausápēs Transliteration B: gausapēs Transliteration C: gafsapis Beta Code: gausa/phs

English (LSJ)

ὁ, = Latin gausapa, Varr. ap. Prisc. Inst. 7.56.

German (Pape)

[Seite 476] ὁ, od. γαύσαπος, ὁ, wollenes, zottiges Zeug, Strab. V, 218, das lat. gausapa.

Greek Monolingual

γαυσάπης και γαύσαπος, ο (Α)
χοντρό μάλλινο ύφασμα με τριχωτή επιφάνεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λέξη από κάποια ινδοευρ. γλώσσα τών Βαλκανίων. Πολύ απίθανη παραμένει η υπόθεση πως πρόκειται για δάνειο από το ακκαδ. guzippu, kuzippu].