γαυσάπης
From LSJ
ἀποθανέτω ψυχή μου μετὰ τῶν ἀλλοφύλων → I will be ruined together with the enemy, let me die with the Philistines
English (LSJ)
ὁ, = Latin gausapa, Varr. ap. Prisc. Inst. 7.56.
German (Pape)
[Seite 476] ὁ, od. γαύσαπος, ὁ, wollenes, zottiges Zeug, Strab. V, 218, das lat. gausapa.
Greek Monolingual
γαυσάπης και γαύσαπος, ο (Α)
χοντρό μάλλινο ύφασμα με τριχωτή επιφάνεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λέξη από κάποια ινδοευρ. γλώσσα τών Βαλκανίων. Πολύ απίθανη παραμένει η υπόθεση πως πρόκειται για δάνειο από το ακκαδ. guzippu, kuzippu].