γελοιάω
Ἡ φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur
English (LSJ)
Ep. for γελάω, in aor. part. γελοιήσασα h.Ven.49.
Spanish (DGE)
1 reir ἡδὺ γελοιήσασα h.Ven.49.
2 en v. med. ponerse en ridículo γελοιώμενοί τε ἀσχέτως φέρονται Epiph.Const.Exp.Fid.11.
German (Pape)
[Seite 479] von γελοῖος, unter Lachen Scherz treiben; Hom. hymn. Vener. 49 καί ποτ' ἐπευξαμένη εἴπῃ μετὰ πᾶσι θεοῖσιν, ἡδὺ γελοιήσασα, φιλομμειδὴς Ἀφροδίτη, ὥς ῥα θεοὺς συνέμιξε καταθνητῇσι γυναιξίν; var. lect. Odyss. 20, 390 γελοιῶντες, neben γελοίωντες (von γελάω); var. lect. Odyss. 20, 347 γελοίων, neben γελώων: Letzteres gehört entschieden zu γελάω, während γελοίων sowohl von γελάω als von γελοιάω abgeleitet werden kann.
Russian (Dvoretsky)
γελοιάω: HH = γελάω.
Greek (Liddell-Scott)
γελοιάω: Ἐπ. ἀντὶ τοῦ γελάω, κατὰ μετοχ. ἀορ. γελοιήσασα Ὕμν. Ὁμ. εἰς Αφροδ. 49.
English (Autenrieth)
γελοίων, γελοίωντες, restored readings γελώων, γελώοντες, see γελάω.
Greek Monotonic
γελοιάω: Επικ. αντί γελάω, σε Ομηρ. Ύμν.