γεωγραφικός
Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain
English (LSJ)
γεωγραφική, γεωγραφικόν, geographical, γ. ἐμπειρία, γ. πίναξ, Str.1.1.2, ΙΙ. Adv. γεωγραφικῶς Id.2.1.41, etc.: τὰ γεωγραφικά geographical treatise, ib.1; of Strabo's work, Ath.3.121a.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 geográfico, ἐμπειρία Str.1.1.2, πίναξ Str.1.1.11, οὐ γὰρ γ. τοῦτο pues esto no es correcto en geografía Plb.34.7.5
•subst. τὰ γεωγραφικά tratado geográfico Str.1.1.1, ref. a la obra de Estrabón, Ath.121a.
2 adv. -ῶς geográficamente Str.2.1.41.
German (Pape)
[Seite 488] zur Erdbeschreibung gehörig, θεωρία, μαθήματα, Strab. 3, 1, 41 u. Sp.; τὰ γ. heißt Strabo's Buch Ath. III, 121 a; auch adv., Strab. a. a. O., auf geographische Weise.
Greek (Liddell-Scott)
γεωγρᾰφικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἅρμόδιος εἰς γεωγραφίαν, γ. ἐμπειρία, γ. πίναξ, κτλ., Στράβ. 2, 7, κτλ.― Ἐπίρρ. –κῶς ὁ αὐτ. 94, κτλ.·―τὰ Γεωγραφικά, γεωγραφικὴ πραγματεία, Ἀθήν. 121Α, Στράβων 67 κἑξ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM γεωγραφικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γεωγραφία
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γεωγραφικά
πραγματεία με γεωγραφικό θέμα
2. «γεωγραφικός πίναξ» — ο γεωγραφικός χάρτης
3. το θηλ. η γεωγραφική (ενν. τέχνη)
η γεωγραφία.