γληνός
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. λαμπερός
2. γυαλιστερός
3. τρυφερός, απαλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. συνδέεται με τα γλήνη, γλήνος βλ. λ.].
Mantoulidis Etymological
(=ἀξιοθέατος). Ἀπό τό γλήνη.