ἀκριβολογία

From LSJ

ἀνάγκῃ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρῑβολογία Medium diacritics: ἀκριβολογία Low diacritics: ακριβολογία Capitals: ΑΚΡΙΒΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: akribología Transliteration B: akribologia Transliteration C: akrivologia Beta Code: a)kribologi/a

English (LSJ)

ἡ,
A exactness, precision in speech, investigation, etc., Arist.Rh.1361b34, Metaph.995a15; περί τι Ph.1.251.
2 niggardliness, Arist.EN 1122b8.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 exactitud, precisión, rigor Arist.Rh.1361b34, Plb.12.26d.3, 2.16.14, PMasp.151.303 (VI d.C.), περί τὸ ζῷον Ph.1.251.
2 sent. peyor. severidad, dureza δίκαιος ἄνευ ἀκριβολογίας D.C.74.5.7
tacañería Arist.EN 1122b8.
3 plu. minucias, sutilezas Plu.Nic.21.6.

German (Pape)

[Seite 81] ἡ, genaue Behandlung, Untersuchung, Arist. rhet. 1, 5; Pol. 2, 16, 14; kleinliche Sparsamkeit, Eth. Nic. 4, 2. Den plur. hat Plut. Nic. 21.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
exactitude, précision rigoureuse.
Étymologie: ἀκριβολογέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀκρῑβολογία:
1 точность исследования, обстоятельное обсуждение Arst., Plut.;
2 мелочность, педантизм Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρῑβολογία: ἡ, ἀκρίβεια, αὐστηρὰ προσοχὴ ἐν τοῖς λόγοις, ἐν τῇ ἐρεύνῃ, κτλ., Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 10. 2) φειδωλία, φειδώ, γλισχρότης, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 4. 2, 7.

Greek Monolingual

η (Α ἀκριβολογία) ἀκριβολόγος
1. ακριβής και σαφής διατύπωση σκέψεων με τον λόγο, κυριολεξία
2. λεπτομερής, εξονυχιστική έρευνα ή ανάλυση, λεπτολογία
αρχ.
φιλαργυρία, τσιγγουνιά.

Translations

stinginess

Azerbaijani: simiclik; Breton: tostoni; Dutch: gierigheid; Faroese: gírni; French: radinerie; Georgian: ხელმოჭერილობა, სიძუნწე; German: Geiz, Knauserei; Greek: τσιγκουνιά, καρμιριά, σφιχτοχεριά, σπαγκιά, ματζιριά; Ancient Greek: ἀκρίβεια, ἀκριβείη, ἀκριβολογία, ἀμεταδοσία, ἀνελευθερία, ἀνελευθεριότης, γλισχρία, γλισχρότης, εὐτέλεια, εὐτελείη, εὐτελίη, κιμβεία, κιμβικεία, κιμβικία, κινάβρα, κνιπεία, μικροδοσία, μικρολογία, σμικρολογία, φειδωλία; Irish: péisteánacht, cinnteacht, cruacht, ceacharthacht, sprionlaitheacht, gortaíl, cruáil, cruálacht, cruas, caillteacht, gannchúis, stinsireacht, neoid; Italian: taccagneria, tirchieria, avarizia, grettezza, pitoccheria, spilorceria; Latin: avaritia; Norwegian: gjerrighet; Romanian: avariție, zgârcenie, parcimonie; Russian: жадность, скупость; Slovene: skopušnost; Spanish: tacañería; Tagalog: kakulpitan, kakuriputan; Turkish: cimrilik