γλωσσηματικός
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
English (LSJ)
γλωσσηματική, γλωσσηματικόν, (γλῶσσα 11.2) interlarded with γλῶσσαι, λέξις, φράσις, D.H.Amm.2.2, Th.50, etc. Adv. γλωσσηματικῶς Tim.Lex.Praef.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Alolema(s): át. γλωττ- D.H.Amm.2.2
1 esmaltado, salpicado de glosas ref. a γλῶσσα: ἡ τροπική καὶ γλωττηματικὴ καὶ ἀπηρχαιωμένη καὶ ξένη λέξις D.H.Amm.l.c., cf. 2.3, φράσις γλωττηματική D.H.Th.50.2, cf. Gal.18(1).414, Sch.Ar.Au.1083, Sch.D.T.14.17.
2 adv. -ῶς gram. de palabras en un uso poco habitual, menos frecuentemente ἐξέλεξα τὰ παρὰ τῷ φιλοσόφῳ γ. ἢ κατὰ συνήθειαν Ἀττικὴν εἰρημένα Tim.Lex.praef., vincit νικᾷ καὶ γ. δεσμεύει Gloss.Pap.2.133, cf. 130.
Greek (Liddell-Scott)
γλωσσηματικός: -ή, -όν, (γλῶσσα ΙΙ. 2) ἔχων ἀπηρχαιωμένην ἢ ξενικὴν μορφήν, λέξις, φράσις Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 2, κτλ. ― Ἐπίρρ. –κῶς Τίμαι. Λεξ. σ. 2.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM γλωσσηματικός, -ή, -όν) γλώσσημα
για λέξεις και τύπους) αυτός που έχει περιέλθει σε αχρησία ή ο ιδιωματικός.
German (Pape)
ein veraltetes, fremdartiges Wort betreffend, λέξις, φράσις, = γλῶσσα, Dion.Hal.