πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
Full diacritics: γοήμεναι | Medium diacritics: γοήμεναι | Low diacritics: γοήμεναι | Capitals: ΓΟΗΜΕΝΑΙ |
Transliteration A: goḗmenai | Transliteration B: goēmenai | Transliteration C: goimenai | Beta Code: goh/menai |
v. γοάω.
inf. prés. épq. de γοάω.
γοήμεναι ep. inf. praes. act., zie γοάω.
γοήμεναι: эп. inf. к γοάω.
γοήμεναι: ἴδε ἐν λ. γοάω.
γοήμεναι: Επικ. αντί γοᾶν, απαρ. του γοάω.