δέλος
From LSJ
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
English (LSJ)
εος, τό, = δέλεαρ, Eust.235.7: gen. pl. δελέων PMag.Par. 1.939.
Spanish (DGE)
-εος, τό
1 cebo τὸ δ. δέλεαρ Eust.235.7
•fig. seducción D.C.39.26.1.
2 refrigerio καταπίνει ὡς δ. τὸν οὐράνιον ἄρτον Rom.Mel.26.ζʹ.3.
• Etimología: De *gu̯elHu̯1os, e.e., de la r. que da lugar a aaa. kela ‘garganta’ y, en otros grados, a δέλεαρ y a βλῆρ, qq.u.
German (Pape)
[Seite 544] τό, = δέλεαρ, Geop.; vgl. Opp. H. 3, 437.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
c. δέλεαρ.
Greek (Liddell-Scott)
δέλος: -εος, τό, = δέλαρ, Ὀππ. Ἁλ. 3, 437, Εὐστ. 235. 7.
Greek Monolingual
δέλος (-εος), το (Α)
το δόλωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτερος σχηματισμός του δέλεαρ κατά τα ουδέτερα σε -ος].