δίμυξος

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίμυξος Medium diacritics: δίμυξος Low diacritics: δίμυξος Capitals: ΔΙΜΥΞΟΣ
Transliteration A: dímyxos Transliteration B: dimyxos Transliteration C: dimyksos Beta Code: di/mucos

English (LSJ)

δίμυξον, with two wicks, Philyll.26, Philonid.4, Pl.Com.84, Metagen.12, CIG3071.9 (Teos).

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
de dos mechas o pábilos οἱ δίμυξοι τῶν λύχνων Philonid.3, cf. Pl.Com.90, Metag.13, λύχνος χαλκοῦς δ. CIG 3071.9 (Teos II a.C.), λύχνοι τρίμυξοι ... καὶ δίμυξοι ID 1417B.2.62 (II a.C.), cf. 1442A.80 (II a.C.), λύχνος χάλκειος δ. κρεμαστός IEphesos 1202.10 (III d.C.).

German (Pape)

[Seite 631] λύχνος, mit zwei Dochten, Comic. bei Ath. XV, 700 f.

Greek (Liddell-Scott)

δίμυξος: -ον, ὁ ἔχων δύο θρυαλλίδας, «φυτίλια», Φιλωνίδ. Κωθ. 5, Πλάτ. Κωμ. Νυκτί 2, Μεταγέν. Φιλοθ. 3, Συλλ. Ἐπιγρ. 3071. 9.

Greek Monolingual

δίμυξος, -ον (AM)
(για λύχνο) αυτός που έχει δυο θρυαλλίδες, φιτίλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + μύξα «θρυαλλίδα του λύχνου»].