δίμυξος
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
English (LSJ)
δίμυξον, with two wicks, Philyll.26, Philonid.4, Pl.Com.84, Metagen.12, CIG3071.9 (Teos).
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
de dos mechas o pábilos οἱ δίμυξοι τῶν λύχνων Philonid.3, cf. Pl.Com.90, Metag.13, λύχνος χαλκοῦς δ. CIG 3071.9 (Teos II a.C.), λύχνοι τρίμυξοι ... καὶ δίμυξοι ID 1417B.2.62 (II a.C.), cf. 1442A.80 (II a.C.), λύχνος χάλκειος δ. κρεμαστός IEphesos 1202.10 (III d.C.).
German (Pape)
[Seite 631] λύχνος, mit zwei Dochten, Comic. bei Ath. XV, 700 f.
Greek (Liddell-Scott)
δίμυξος: -ον, ὁ ἔχων δύο θρυαλλίδας, «φυτίλια», Φιλωνίδ. Κωθ. 5, Πλάτ. Κωμ. Νυκτί 2, Μεταγέν. Φιλοθ. 3, Συλλ. Ἐπιγρ. 3071. 9.
Greek Monolingual
δίμυξος, -ον (AM)
(για λύχνο) αυτός που έχει δυο θρυαλλίδες, φιτίλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + μύξα «θρυαλλίδα του λύχνου»].