δίσκημα
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
-ατος, τό,
A a thing thrown, δίσκημα πικρόν, of Astyanax, E.Tr.1121.
II quoit-throw, S.Fr.380.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 lanzamiento del disco S.Fr.380.
2 cosa lanzada de Astianacte πύργων δ. πικρόν E.Tr.1121.
German (Pape)
[Seite 642] τό, = δίσκευμα; Soph. frg. 69; das wie ein δίσκος Geworfene, πύργων, das von den Thürmen Herabgeschleuderte, Eur. Tr. 1121.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 projectile lancé comme le disque;
2 jet du disque.
Étymologie: δισκέω.
Russian (Dvoretsky)
δίσκημα: ατος τό
1 метание диска Soph.;
2 (с)брошенное (словно диск): ὃν πόργων δ. κτείναντες ἔχουσιν Eur. кого они убили, сбросив с башен.
Greek (Liddell-Scott)
δίσκημα: τό, τὸ ῥιπτόμενον ὡς δίσκος, Εὐρ. Τρῳ. 1121. ΙΙ. ῥίψιμον δίσκου, Σοφ. Ἀποσπ. 69.
Greek Monolingual
δίσκημα, το (Α) δισκώ
1. οτιδήποτε ρίχνεται ή βάλλεται ως δίσκος
2. η ρίψη του δίσκου.
Greek Monotonic
δίσκημα: -ατος, τό, αυτό που ρίχνεται ως δίσκος, σε Ευρ.
Middle Liddell
δίσκημα, ατος, τό, [from δισκέω n
a thing thrown, Eur.