δακτύλι

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source

Greek Monolingual

και δαχτύλι, το (AM δακτύλιον, Μ και δακτύλιν) δάκτυλος
το μικρό δάχτυλο του χεριού
μσν.- νεοελλ.
το χέρι («με το δακτύλι του θεού ήσουν ζωγραφισμένη»)
νεοελλ.
1. όργανο που χρησιμεύει για να γυμνάζουν τα δάχτυλα τους όσοι μαθαίνουν πιάνο
2. πληθ. δακτύλια, τα
λεπιδοφόρα μαλάκια
μσν.. μονάδα μέτρησης μήκους
αρχ.
1. δαχτυλίδι
2. οτιδήποτε σε σχήμα δαχτυλιδιού
3. το φυτό σκαμμωνία
4. ο δακτύλιος του πρωκτού.