δείξη

From LSJ

ὅνος λύρας ἀκούει κινῶν τά ὦτα → a donkey hears the lyre and wiggles its ears, caviar to the general

Source

Greek Monolingual

και δείξις, η (AM δεῖξις) δείκνυμι
το να δείχνει κάποιος κάτι
νεοελλ.
φρ. «η δείξις τών συνόρων» — το να δείχνει κάποιος με ακρίβεια, να καθορίζει τα σύνορα
αρχ.-μσν.
η απόδειξη («ἀνδρείας παρέχεται δεῖξιν»)
αρχ.
1. τρόπος αποδείξεως
2. επίδειξη
3. δημόσια ανακοίνωση, αποκάλυψη.