Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
και δείξις, η (AM δεῖξις) δείκνυμι
το να δείχνει κάποιος κάτι
νεοελλ.
φρ. «η δείξις τών συνόρων» — το να δείχνει κάποιος με ακρίβεια, να καθορίζει τα σύνορα
αρχ.-μσν.
η απόδειξη («ἀνδρείας παρέχεται δεῖξιν»)
αρχ.
1. τρόπος αποδείξεως
2. επίδειξη
3. δημόσια ανακοίνωση, αποκάλυψη.