δεραιοῦχος

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source

German (Pape)

[Seite 548] den Hals zusammenhaltend, zusammenschnürend, βρόχοι Aristonic. 1 (VII, 473).

Russian (Dvoretsky)

δεραιοῦχος: охватывающий шею (βρόχοι Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

δεραιοῦχος: -ον, συνέχων, συσφίγγων τὸν λαιμόν, Ἀνθ. 7, 473.

Spanish (DGE)

-ον
que aprieta el cuello, que estrangula βρόχοι AP 7.473 (Aristodic.).

Greek Monolingual

δεραιούχος, -ον (Α)
αυτός που συγκρατεί, που σφίγγει τον λαιμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέραιον + -ουχος < έχω (πρβλ. πηδαλιούχος, πρυμνούχος)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεραιοῦχος -ον [δέραιον, ἔχω] wurgend.