δερματοφόρος
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
English (LSJ)
δερματοφόρον, clothed in skins, Str.16.4.17.
Spanish (DGE)
-ον vestido con pieles Str.16.4.17, Ps.Callisth.2.37B.
German (Pape)
[Seite 549] Felle als Kleidung tragend, Strab. XVI p. 776.
Greek (Liddell-Scott)
δερματοφόρος: -ον, ὁ ἐνδεδυμένος δοράν, Στράβ. 776.
Greek Monolingual
δερματοφόρος, -ον (Α)
ντυμένος με δέρμα ή προβιά.