δημιούργιον
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
Dor. δαμιόργιον or -ούργιον, τό,
A office of the δημιουργοί, GDI3502 (Cnidus, also δημιουργεῖον, τό, ib.3501).
II meeting of the δ., ἐν ἐννόμῳ δαμιουργίῳ SIG830.3 (Delph., ii A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
δημιούργιον: Δωρ. δαμιόργιον, τό, ἡ αἴθουσα τῶν συνεδριῶν τῶν δημιουργῶν ἐν Κνίδῳ, Newton’s Inscrr. Cnid. ἀρ. 52.
Greek Monolingual
δημιούργιον και δαμιόργιον, το (Α) δημιουργός
η αίθουσα συνεδρίων τών δημιουργών.