διάλαμψις
From LSJ
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A shining through, Arist.Mete.369b15, Paul.Al.T.1.
II Aeol. and Dor. form of Hellenistic διάλημψις, = -ληψις, repute, ἔχειν τινὰ ἐν τᾷ καλλίστᾳ διαλάμψει Schwyser 647.28 (Cyme); appreciation, SIG 721.25 (Crete, found at Delos).
Spanish (DGE)
v. διάληψις.
-εως, ἡ
acción de brillar a través de, resplandor τὴν διάλαμψιν ἀστραπὴν εἶναι τὴν τούτου τοῦ πυρός Arist.Mete.369b15, cf. 370a24, de los astros ἡ ἀποκαταστατικὴ δ. Paul.Al.98.8.
Greek (Liddell-Scott)
διάλαμψις: -εως, ἡ τὸ λάμπειν διὰ μέσου ἢ λάμπειν σφόδρα, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 9, 19. ΙΙ. μεταφ., διάκρισις, τὸ διακρίνεσθαι, ἐξέχειν, ἔχειν τινὰ ἐν διαλάμψει Συλλ. Ἐπιγρ. 3524. 29.
Russian (Dvoretsky)
διάλαμψις: εως ἡ блеск, сверкание, свет (τοῦ πυρός Arst.).
German (Pape)
ἡ, das Durchleuchten, der Glanz, Arist. meteor. 2.9 E.