οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
Full diacritics: διάμιλλα | Medium diacritics: διάμιλλα | Low diacritics: διάμιλλα | Capitals: ΔΙΑΜΙΛΛΑ |
Transliteration A: diámilla | Transliteration B: diamilla | Transliteration C: diamilla | Beta Code: dia/milla |
[ᾰμ], ἡ, fight, of animals, Hierocl.pp.11,17A. (pl.).
-ης, ἡ
pelea, lucha entre animales ἐν ταῖς πρὸς ἕτερα (ζῷα) διαμίλλαις Hierocl.2.11, cf. 3.26.
διάμιλλα, η (Α) άμιλλα
οξύς ανταγωνισμός.