διαζηλεύομαι
From LSJ
κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you
English (LSJ)
to be lost in admiration, Hp.Praec.13.
Spanish (DGE)
admirar (κατήχησις) ἰδιωτέων ... λόγους ἐκ μεταφορῆς διαζηλευομένων (adoctrinamiento) de profanos que se admiran ante discursos metafóricos Hp.Praec.13.
German (Pape)
[Seite 577] mit Einem wetteifern, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
διαζηλεύομαι: ἀποθ. ἀνταγωνίζομαι, ἁμιλλῶμαι πρός τινα (ἀμφίβ. γραφ.), Ἱππ. 28. 25.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαζηλεύομαι [διά, ζῆλος] vol bewondering zijn.