διαθολόω
μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown
English (LSJ)
darken, ἡ σκιὰ τῆς γῆς δ. τὸ φέγγος Plu.Daed.4:—Pass., τῆς θαλάσσης διαθολωθείσης Id.2.978b.
Spanish (DGE)
oscurecer, nublar τὰς ὄψεις Plu.Eum.16, τὸ φέγγος (τῆς σελήνης) Plu.Fr.157.4, en v. pas. θαλάττης διαθολωθείσης oscurecido el mar (por la tinta de la sepia), Plu.2.978b, τὸ σχῆμα καὶ τὸ χρῶμα τέλεον διατεθολωμένοι καὶ ῥυπῶντες Origenes Comm.in Mt.10.7
•enturbiar en metáf. τὸν ἐν τῇ ψυχῇ αἰθέρα Philostr.VA 1.8.
German (Pape)
[Seite 579] ganz schwärzen, trüben, θάλασσαν, vom Tintenfisch, Plut. sol. an. 26.
French (Bailly abrégé)
διαθολῶ :
ao. Pass. fém. gén. διαθολωθείσης;
remuer la vase ; troubler profondément, acc..
Étymologie: διά, θολόω.
Greek (Liddell-Scott)
διαθολόω: καθιστῶ τι θολόν, θάλασσαν Πλούτ. 2. 978Β.
Russian (Dvoretsky)
διαθολόω: делать мутным, мутить (θάλασσα διαθολωθεῖσα Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-θολόω geheel troebel maken.