διακαθαρίζω
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
= διακαθαίρω (cleanse thoroughly, purge thoroughly), Ev. Matt. 3.12 (s.v.l.).
Spanish (DGE)
limpiar a fondo τὴν ἅλωνα Eu.Matt.3.12, en v. pas., Olymp.Iob.27.21.
German (Pape)
[Seite 580] dasselbe, διακαθαριεῖ τὴν ἅλωνα Matth. 3, 12.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διακαθαρίζω geheel reinigen.
Russian (Dvoretsky)
διακᾰθᾰρίζω: NT = διακαθαίρω.
Greek (Liddell-Scott)
διακᾰθᾰρίζω: μέλλων -ιῶ, = τῷ προηγ., Εὐαγγ. κ. Ματθ. γ΄, 12, κ. Λουκ. γ΄, 17.
English (Strong)
from διά and καθαρίζω; to cleanse perfectly, i.e. (specially) winnow: thoroughly purge.
Greek Monotonic
διακᾰθᾰρίζω: μέλ. -ιῶ, = το προηγ., σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
[from διακᾰθαίρω] fut. ιῶ [διακᾰθαίρω., NTest.]
Chinese
原文音譯:diakaqar⋯zw 笛阿-卡他里索
詞類次數:動詞(2)
原文字根:經過-向下 舉起(化)
字義溯源:全然地潔淨,揚去糠皮,揚淨;由(διά)*=通過)與(καθαρίζω / καθερίζω)=洗淨)組成;而 (καθαρίζω / καθερίζω)出自(καθαρός)*=潔淨的)
出現次數:總共(2);太(1);路(1)
譯字彙編:
1) 要揚淨(1) 路3:17;
2) 他要揚淨(1) 太3:12