διακαθαρίζω

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακᾰθᾰρίζω Medium diacritics: διακαθαρίζω Low diacritics: διακαθαρίζω Capitals: ΔΙΑΚΑΘΑΡΙΖΩ
Transliteration A: diakatharízō Transliteration B: diakatharizō Transliteration C: diakatharizo Beta Code: diakaqari/zw

English (LSJ)

= διακαθαίρω (cleanse thoroughly, purge thoroughly), Ev. Matt. 3.12 (s.v.l.).

Spanish (DGE)

limpiar a fondo τὴν ἅλωνα Eu.Matt.3.12, en v. pas., Olymp.Iob.27.21.

German (Pape)

[Seite 580] dasselbe, διακαθαριεῖ τὴν ἅλωνα Matth. 3, 12.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διακαθαρίζω geheel reinigen.

Russian (Dvoretsky)

διακᾰθᾰρίζω: NT = διακαθαίρω.

Greek (Liddell-Scott)

διακᾰθᾰρίζω: μέλλων -ιῶ, = τῷ προηγ., Εὐαγγ. κ. Ματθ. γ΄, 12, κ. Λουκ. γ΄, 17.

English (Strong)

from διά and καθαρίζω; to cleanse perfectly, i.e. (specially) winnow: thoroughly purge.

Greek Monotonic

διακᾰθᾰρίζω: μέλ. -ιῶ, = το προηγ., σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

[from διακᾰθαίρω] fut. ιῶ [διακᾰθαίρω., NTest.]

Chinese

原文音譯:diakaqar⋯zw 笛阿-卡他里索
詞類次數:動詞(2)
原文字根:經過-向下 舉起(化)
字義溯源:全然地潔淨,揚去糠皮,揚淨;由(διά)*=通過)與(καθαρίζω / καθερίζω)=洗淨)組成;而 (καθαρίζω / καθερίζω)出自(καθαρός)*=潔淨的)
出現次數:總共(2);太(1);路(1)
譯字彙編
1) 要揚淨(1) 路3:17;
2) 他要揚淨(1) 太3:12