διακεχυμένως
From LSJ
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
English (LSJ)
Adv., (διαχέω) immoderately, δ. γελᾶν Suid. s.v. ἀπασκαρίζειν.
German (Pape)
[Seite 581] γελᾶν, ausgelassen, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
διακεχῠμένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ διαχέω, μετὰ διαχύσεως, καθ’ ὑπερβολήν, ὡς τὸ Λατ. effuse, δ. γελᾶν παρὰ Σουΐδ.