διαμάττω

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμάττω Medium diacritics: διαμάττω Low diacritics: διαμάττω Capitals: ΔΙΑΜΑΤΤΩ
Transliteration A: diamáttō Transliteration B: diamattō Transliteration C: diamatto Beta Code: diama/ttw

English (LSJ)

διαμάσσω, knead thoroughly, knead well, bake to a turn, μαζίσκας διαμεμαγμένας Ar.Eq. 1105: metaph., λόγον δ. Id.Av.463.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. διαμάττω
1 amasar en v. pas. μαζίσκας γε διαμεμαγμένας Ar.Eq.1105.
2 restregar, frotar para limpiar, en v. pas., Hsch.s.u. διαμαξαμένη
fig. sobar, dar vueltas λόγον Ar.Au.463.

German (Pape)

[Seite 589] durchkneten ίδιαφυρᾶν τὰ ἄλφιτα πρὸς τὸ ποιῆσαι μάζας, VLL.); μαζίσκαι διαμεμαγμέναι Ar. Eq. 1101; übertr., λόγον Av. 463.

French (Bailly abrégé)

pétrir avec soin.
Étymologie: διά, μάσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαμάττω, Ion. διαμάσσω goed kneden; overdr.. λόγον... διαμάττειν een betoog kneden Aristoph. Av. 463.

Russian (Dvoretsky)

διαμάσσω: атт. διαμάττω разминать, месить (μαζίσκαι διαμεμαγμέναι Arph.): λόγον δ. шутл. Arph. окончательно обрабатывать речь.

Greek Monolingual

διαμάσσω και αττ. διαμάττω (Α) μάσσω
1. ζυμώνω τελείως, καταζυμώνω
2. (για λόγους) επεξεργάζομαι.