διαμελεϊστί
Σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Decet tacere quam loqui, quae non decet → Schweig besser still, als dass du sagst, was du nicht darfst
German (Pape)
[Seite 589] gliedweise, Glied für Glied, Homer zweimal: Odyss. 9, 291 τοὺς δὲ διαμελεϊστὶ ταμὼν ὁπλίσσατο δόρπον; 18, 339 ἦ τάχα Τηλεμάχῳ ἐρέω, κύον, οἷ' ἀγορεύεις, κεῖσ' ἐλθών, ἵνα σ' αὖθι διαμελεϊστὶ τάμῃσιν; das α in der Arsis lang; Bekker schreibt wohl richtiger getrennt διὰ μελεϊστὶ ταμών, διὰ μελεϊστὶ τάμῃσιν, so daß das διά zu ταμεῖν gehört; Iliad. 24, 409 ἦέ μιν ἤδη ᾗσι κυσὶν μελεϊστὶ ταμὼν προύθηκεν Ἀχιλλεύς. Vgl. die Scholl. zu allen drei Stellen. Sp. haben ein Verbum διαμελίζειν, zrrstückeln.
French (Bailly abrégé)
c. μελεϊστί.
Étymologie: διά, μελεϊστί.
Russian (Dvoretsky)
διαμελεϊστί: adv. чаще раздельно по суставам (ταμέειν Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
διαμελεϊστί: ἐπίρρ., μεληδόν, κατὰ μέλη, «κομματιαστά», τοὺς δὲ διαμελεϊστὶ ταμὼν [ᾱ ἐν ἄρσει] Ὀδ. Ι. 291, Σ. 339· ἡ κατὰ διάστασιν γραφὴ διὰ μελεϊστὶ ἐγένετο ἤδη ἀποδεκτή.
English (Autenrieth)
see μελεϊστί.
Spanish (DGE)
adv. en pedazos, en trozos μυρίας δ. τμηθείσας millares (de doncellas) cortadas en pedazos Luc.Philopatr.9, δ. δαΐζειν ἐννέα μοίρας Orph.L.712, cf. Sud.s.u. ἀμελεϊστί.
Greek Monotonic
διαμελεϊστί: επίρρ., κατά μέλη, κομματιαστά, σε κομματάκια, σε Ομήρ. Οδ.