διαφράσσω
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
Att. διαφράττω, = διαφράγνυμι, διαφάρξαντι τὰ μετακιόνια IG12.373.251; δ. μεταστύλιον ib.2.1054.63, cf. D.S.17.96, Them. Or.20.235d:—Pass., to be divided off, δ. ὑμέσι Dsc.2.24; μήνιγξι Erasistr. ap. Gal.5.603, cf. Hdn.3.1.4; διαφρᾰγείς obstructed, Ruf. Anat.30; but ἔλλοβα διαπεφραγμένα with divisions, Thphr. HP 8.5.2.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. -ττω
I 1arq. cerrar, tabicar un intercolumnio o un vano c. un cancel de madera o piedra διαφάρχσαντι τὰ μετακιόνια IG 13.475.256 (V a.C.), τὸ μεταστύλιον ... ὀρθοστάταις δυοῖν IG 22.1668.63 (IV a.C.), θύραν IG 11(2).159A.52 (Delos III a.C.), cf. Hld.9.3.7, (λίθον πέτρινον) διαφράσσοντα τὴν ἀνάβασιν Didyma 25A.16, cf. 26B.19, 27A.80, B.62 (todas III a.C.)
•bloquear con barricadas τῶν Ἰνδῶν διαφραξάντων τοὺς στενωποὺς καὶ ἀπὸ τῶν οἰκιῶν μαχομένων D.S.17.96, en v. pas. ἐκέλευε ... ὄρους τὰ στενὰ ... διαφράττεσθαι γενναίοις τείχεσι Hdn.3.1.4
•abs. levantar una barrera o tabique en piedra o madera διαφράξαι ἀπὸ ὑπαρχόντων τῶν διαφραγμάτων πρὸς τὴν ὀροφήν IG 11(2).158A.53 (Delos III a.C.), cf. CID 2.56.1.86 (IV a.C.).
2 separar mediante un muro o barrera περιεχαράκωσε τὸν τόπον καὶ διέφραξε θυρώμασι καὶ πέτροις D.S.20.86
•fig. δ. τὰ ἑρκία ref. a la Academia y el Liceo, e.d. a la filosofía de Platón y Aristóteles, Them.Or.20.235d.
3 reforzar, equipar fig. en una pintura διαφράττει δὲ αὐτὸ (τὸ μειράκιον) στέρνοις εὐβαφέσι Philostr.Im.1.4.
II medic., anat.
1 separar, crear una tabicación o separación οἱ διαφράττοντες ὑμένες τὸν θώρακα Gal.2.594, cf. Anon.Med.Acut.Chron.31.1, en v. pas. διαπέφρακτο (sic) δὲ ταῖς μήνιγξιν ἕκαστον τῶν μερῶν (τοῦ ἐγκεφάλου) Erasistr.289, διαφρασσόμενόν τε συνεχῶς φυσικοῖς ὑμέσι Dsc.2.24.2, ἔλλοβα ... διαπεφραγμένα (op. ἀδιάφρακτα) Thphr.HP 8.5.2.
2 obturar, cerrar τοὺς πόρους Chrys.M.62.94, en v. pas., del colédoco, Ruf.Anat.30
•p. ext. en v. pas. de una vasija ἀγγεῖον ... διαπεφραγμένον τὸν τράχηλον τῷ ... διαφράγματι Hero Spir.1.22.
German (Pape)
[Seite 612] durch eine Scheidewand trennen, Medic.; übh. = verzäunen, versperren; χωρίων πάντοθεν διαπεφραγμένων ἐρύμασι καὶ προτειχίσμασι Plut. Aem. P. 13; διεπέφρακτο, er war gedeckt, Demetr. 21, u. a. Sp., wie Hdn. 3, 1, 8.
French (Bailly abrégé)
séparer par une barrière ; intercepter, fortifier.
Étymologie: διά, φράσσω.
Russian (Dvoretsky)
διαφράσσω: атт. διαφράττω Diod. = διαφράγνυμι.
Greek (Liddell-Scott)
διαφράσσω: Ἀττ. -ττω, = διαφράγνυμι, Ἡρῳδιαν. 3. 1.
Greek Monolingual
(ΑΝ) και -ττω (Α)
1. χωρίζω με φραγμό
2. μεσ. (με δοτ.) (για τόπο) γίνομαι ισχυρός σα να είμαι περιτειχισμένος με φράγμα.